Ξύπνησα κατά τις πέντε, μούσκεμα στον ιδρώτα και ξανά έκανα μπάνιο. Η αδερφή μου συνεπής στην ώρα της, ήταν πολύ όμορφη αν και χωρίς μαλλιά ,με το ωραίο της υφαντό φουλάρι, δεμένο περίτεχνα.
Τα σοκάκια της Σύρου με τα μαγαζιά, τόσο όμορφα , τα πλακόστρωτα γυάλιζαν από καθαριότητα, τα διάφορα σουβενίρ, κρεμασμένα εδώ κι εκεί , οι ήχοι από τα κύμβαλα να τρυπώνουν γλυκά στα αυτιά μας, το άσπρο χρώμα να δεσπόζει στις καλοκαιρινές βιτρίνες, ρούχα ανάλαφρα που έκρυβαν μέσα τους την αύρα της θάλασσας, δεν ξέραμε τι να διαλέξουμε ,ήταν όλα πανέμορφα. Στο μαγαζί με τα μαγιό μπορεί να κάναμε και μιάμιση ώρα, εγώ διάλεξα ένα σε χρυσές αποχρώσεις ολόσωμο με βαθύ ντεκολτέ και ασορτί φούστα μακριά, η Σοφία μόλις το είδε ξετρελάθηκε και επέμενε να το πάρω και όπως πάντα είχε δίκιο το χρυσό ταίριαζε τόσο με την επιδερμίδα μου, «σα γοργόνα της άμμου» θα είσαι μου είπε. Πήρα 2 φορέματα, το ένα λευκό με έξω την πλάτη, μακρύ και το συνδύασα με φλατ σανδάλια χρυσά και χρυσή ζώνη στη μέση και το άλλο κοντό ,φλοράλ, μεσάτο που τα μανίκια του έπεφταν χαλαρά και αποκάλυπταν τους ώμους. Άλλο ένα ζευγάρι πέδιλα ψηλοτάκουνα, ένα καπέλο ,μια τσάντα ένα παρεό, ένα φουλάρι, 2 μπλουζάκια τα οποία δεν τα ήθελα στην αρχή μου φαινόντουσαν λίγο προκλητικά, αλλά η Σοφία επέμενε. Όταν πήγα ταμείο έπαθα ένα σοκ , δεν είχα ξοδέψει ποτέ τόσα μαζεμένα χρήματα και μάλιστα σε ρούχα. Και να ήμουν η μόνη, η Σοφία πήρε ακόμα πιο πολλά και όλα διαλεγμένα με γούστο, αναρωτήθηκα μέσα μου πως μπορεί και το κάνει, να ψωνίζει ρούχα μη γνωρίζοντας αν θα προλάβει να τα φορέσει, κατά βάθος τη θαυμάζω ,ζει την κάθε στιγμή σαν να είναι η τελευταία και την απολαμβάνει, δε μοιάζει να προσποιείται, δυστυχώς η ζωή είναι «προϊόν με ημερομηνία λήξης» ,που για τον καθένα μας είναι διαφορετική. Φορτωμένες με σακούλες, καθίσαμε κοντά στο λιμάνι για ένα παγωτό στο μαγαζάκι που πηγαίναμε από μικρές ,στον Κυρ Μανώλη ,το καφενεδάκι που έφτιαχνε το πιο νόστιμο σπιτικό παγωτό, τώρα βέβαια ο κυρ Μανώλης δεν ζούσε ,αλλά ευτυχώς τα κορίτσια του το κράτησαν και συνέχισαν την παράδοση, φτιάχνοντας τη συνταγή του πατέρα τους για το σπιτικό παγωτό ακόμη πιο πλούσια στη γεύση, όλοι είχαν να λένε γι’ αυτό . Τώρα το καλοκαίρι δύσκολα έβρισκες τραπεζάκι να καθίσεις, ευτυχώς είμασταν τυχερές ,μόλις έφευγαν κάτι τουρίστες που είχαν πέσει με τα μούτρα στο παγωτό, λίγο ακόμη και θα έτρωγαν και τα κουπάκια. Τα κορίτσια μας γνώριζαν και έτρεξαν να μας χαιρετίσουν, η Φωφώ η μεγάλη μόλις είδε τη Σοφία τρόμαξε και αυθόρμητα τη ρώτησε:
-Σοφία μου εσύ είσαι; Κοπέλα μου αδυνάτισες πολύ είσαι καλά;
-Έτσι λέω , δεν είναι τίποτα ,έχω καρκίνο και έκανα χημοθεραπείες.
Η Φωφώ με κοίταξε σα να με ρωτούσε: αλήθεια; Εγώ έμεινα άφωνη από το πόσο εύκολα είπε την αρρώστεια της η αδερφή μου , σα να ανακοίνωνε ότι έπαιρνε πτυχίο, ήταν άραγε τόσο εύκολο για κείνη να το λέει ή το έκανε από αντίδραση και για να κομπλάρει τους άλλους και να σταματούν σ’ αυτό, να μη συνεχίζουν με ερωτήσεις. Φάγαμε το παγωτό μας και συνεχίσαμε τα ψώνια μας ,πηγαίνοντας κομμωτήριο, για μένα φυσικά, είχε δεν είχε με κατάφερε και έβαψα και έκοψα τα μαλλιά μου σε κοντό καρέ και ομολογώ πως εντυπωσιάστηκα και εγώ η ίδια με το αποτέλεσμα, άλλος άνθρωπος είχα γίνει, τελικά ήμουν πολύ ωραία!
Όταν επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο, ήταν ήδη πολύ αργά, τα ζουζούνια είχαν ήδη κοιμηθεί και ο Παύλος έπινε χαλαρά μια μπύρα στη βεράντα. Μόλις μας είδε ρώτησε:
-Έφη εσύ είσαι; Απίστευτο άλλος άνθρωπος έγινες.
Ομολογώ πως ένιωσα πολύ ωραία ,που τράβηξα τόσο έντονα την προσοχή του.
-Είδες Παύλο τι κούκλα αδερφή έχω;
-Σαν τη γυναίκα μου καμία όμως. (Βιάστηκε να πει εκείνος).
-Λοιπόν αφήστε τα αυτά τώρα είπε η Σοφία. Πάμε να ετοιμαστούμε αγάπη μου και εσύ Έφη μου πάνε να γίνεις ακόμα πιο όμορφη και σε μισή ώρα εδώ στη πισίνα ραντεβού, έχω κλείσει τραπέζι στο ρεστοράν εδώ πιο κάτω, έχουμε έξοδο βραδινή.
-Αγάπη μου είμαστε όλοι κουρασμένοι σήμερα ας τα’ αφήσουμε γι αύριο. Είναι και τα παιδιά ,μόνα τους θα τα’ αφήσουμε; (Είπε ο Παύλος)
-Θα μείνω εγώ με τα παιδιά , να πάτε οι δυο σας ,το έχετε ανάγκη (πετάχτηκε η Έφη).
-Όχι ,εγώ κανόνισα κοπέλα για τα παιδιά και θα πάμε και οι τρεις σήμερα που έχει και ζωντανή μουσική. Τέλος ,πάμε να ετοιμαστούμε. Άρπαξε τον Παύλο από το χέρι και πήγανε στο δωμάτιο.
Φόρεσα το μακρύ μου άσπρο φόρεμα με τα χρυσά σανδάλια και στο τέλος έβαλα το μοναδικό αγαπημένο μου άρωμα που το φορούσα χρόνια και δεν το άλλαζα με κανένα, ήταν το άρωμα που με χαρακτήριζε, απαλό αισθησιακό και γλυκό, ήταν δώρο του αγαπημένου μου Μιχάλη και από τότε είχε καθιερωθεί το άρωμα μου!
Η Σοφία είχε κλείσει το πιο ωραίο τραπέζι στη βεράντα του εστιατορίου μπροστά στη θάλασσα, και ακριβώς δίπλα μας οι μουσικοί που έπαιζαν ρυθμικές μπαλάντες. Μόλις καθίσαμε η Σοφία ,ένιωσε μια δυσφορία και ζήτησε να πάει στην τουαλέτα, ο Παύλος τη συνόδεψε.
-Αγάπη μου θέλεις να φύγουμε;
-Όχι ,κάλεσε ένα ταξί θα φύγω εγώ αλλά εσείς θέλω να μείνετε.
-Σοφία τι κάνεις τώρα μου λες;
-Δεν κάνω τίποτα, δεν ακούω κουβέντα ,θέλω να μείνετε και να το απολαύσετε , το έχετε και οι δυο ανάγκη, σε παρακαλώ.
Ο Παύλος ήξερε πως δεν θα της άλλαζε έτσι εύκολα γνώμη ,κάλεσε ταξί και γύρισε στο τραπέζι.
Όταν τον είδα μόνο του τρόμαξα:
-Τι έγινε, που είναι η Σοφία ,είναι καλά;
-Ναι, ναι ησύχασε την έβαλα σε ένα ταξί και πήγε στο ξενοδοχείο.
-Κι εμείς γιατί δε φεύγουμε; Άντε σήκω, μπορεί κάτι να χρειάζεται.
-Όχι ,θέλει να μείνουμε να διασκεδάσουμε μαζί και για κείνη.
-Τι λες μα πως είναι δυνατόν;
-Κάτσε σε παρακαλώ , ξέρεις πολύ καλά πόσο αγύριστο κεφάλι είναι η αδερφή σου.
Να το έκανε όλο αυτό επίτηδες για να μας αφήσει μόνους; (Σκέφτηκα). Το φαγητό ήταν πολύ καλό ,το ίδιο και η μουσική, στην αρχή δεν μιλούσαμε, πεινούσαμε κιόλας και πέσαμε με τα μούτρα στο φαγητό. Μετά πιάσαμε άσχετα θέματα συζήτησης, το μαγαζί είχε γεμίσει τόσο πολύ που ασφικτυούσε. Ακριβώς από πίσω μου στριμώχτηκε ένα ζευγάρι, ο άντρας με ακούμπησε με το χέρι του στην πλάτη μου, κατά λάθος και ένα ρίγος με διαπέρασε , ζήτησε ευγενικά συγνώμη.
-Μήπως να φεύγαμε Παύλο ; Είναι αργά.
-Ναι να πληρώσουμε και φεύγουμε.
Όπως πήγα να σηκωθώ πάλι ακούμπησα άθελα μου τον άντρα πίσω μου και το ρίγος με διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα, γύρισα να ζητήσω συγνώμη και έμεινα να τον κοιτώ σα χαμένη, το πρόσωπο του μαυρισμένο και το μέτωπο του γεμάτο ρυτίδες, το βλέμμα του ίδιο αλλά κουρασμένο, το σημάδι στο λαιμό του από μαχαιριά εκεί, ήταν ο Μιχάλης.
-Έφη εσύ είσαι; Ω Θεέ μου πόσο όμορφη είσαι! (Τη ρώτησε χωρίς να σκεφτεί καθόλου την κοπέλα που συνόδευε).
-Ναι πρέπει να φύγω, χάρηκα που σε ξανά είδα. Τα βλέμματα μας ενώθηκαν και έγιναν ένα.
-Ο άντρας σου σε φωνάζει;
-Πρέπει να φύγω , καληνύχτα σας.
Όταν έφτασα στον Παύλο έτρεμα ολόκληρη και εκείνος με ρώτησε τρομαγμένος:
-Είσαι καλά; Έγινε κάτι με τον κύριο;
- Όχι καλά είμαι. Μπήκαμε στο ταξί και φύγαμε.
Το κορμί μου έτρεμε σα να είχα κάνει σπασμούς από πυρετό ,ευτυχώς ο Παύλος κάθισε μπροστά και δεν με κατάλαβε. Τι παιχνίδι μου έπαιζε άραγε η μοίρα ; Ο Μιχάλης τι έκανε στη Σύρο; Η γυναίκα του ήταν αυτή μαζί του; Όλη νύχτα βασάνιζαν το μυαλό μου αυτά τα ερωτήματα, είχα ξεχάσει ακόμη και την αδερφή μου.