-Παύλο περιμένω. (Επέμενε η Έφη)
-Δυστυχώς είναι αλήθεια.
-Και γιατί δε με ειδοποιήσατε; Τι περιμένατε ε; Εσάς μιλάω μ’ ακούτε; Ένοιωθα σα βόμβα που ετοιμάζεται να εκραγεί, τα δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου χωρίς να το καταλαβαίνω. Εκείνοι δε μιλούσαν ,λες και μιλούσα σε κουφούς, είχαν αγκαλιαστεί και κοιτάζονταν στα μάτια. Ο Παύλος τη φίλησε και προχώρησε προς το σπίτι, η Σοφία με πλησίασε μου έπιασε το χέρι και μου είπε:
-Έλα Έφη μου, φτάνει που φώναξες και μας μάλωσες, δε θέλω φωνές ,θέλω ηρεμία και χαρά από δω και πέρα σε παρακαλώ. Πάμε στο αγαπημένο μας δέντρο και θα σου λύσω όλες τις απορίες σου. Η Έφη την κοίταξε και είδε μια γαλήνη στο πρόσωπο της που δεν την είχε ξαναδεί, ίσως έφταιγε που ήταν κάτασπρο ,που το μόνο που ξεχώριζε ήταν δυο γραμμές τραβηγμένες με μολυβάκι στη θέση των φρυδιών της. Όταν έφτασαν ένα χαμόγελο βγήκε ασυναίσθητα κι από τις δυο, το λάτρευαν αυτό το δέντρο, ο κορμός του είχε γραμμένη επάνω του όλη τους τη ζωή, λες κι ήταν το ημερολόγιο τους. Ξάπλωσαν κάτω από την πυκνή φυλλωσιά του και η Σοφία έκλεισε τα μάτια και έβλεπε σα ταινία όλη της τη ζωή, τις παιδικές τους τρέλες ,το πρώτο τους φιλί με την πρώτη τους αγάπη, που για κείνη ήταν ένας και μοναδικός, ο Παύλος της, (ενώ της Έφης η δεύτερη αγάπη της ήταν πιο δυνατή από την πρώτη), οι εξομολογήσεις τους, τα όνειρα τους, τα δάκρυα τους όταν έχασαν τον πατέρα τους και τους όρκους που έδιναν η μια στην άλλη.
-Σοφία μου νομίζω πως ήρθε η ώρα να μου πεις.
-Ναι Έφη μου αλλά θέλω μια χάρη.
-Τι χάρη;
-Θέλω να με αφήσεις να τελειώσω χωρίς να με διακόψεις, σε παρακαλώ.
-Ξεκίνα σ’ ακούω.
Της έπιασε τα χέρια και τα ακούμπησε στο στήθος της και την κοίταξε στα μάτια.
-Έφη μου έχω καρκίνο στους πνεύμονες, εδώ και 5 μήνες κάνω συνέχεια χημοθεραπείες, αλλά δυστυχώς τα πράγματα δεν πήγαν πολύ καλά, γιατί ο καρκίνος μου είναι μεταστατικός όπως ακριβώς ήταν και του μπαμπά αν θυμάσαι (η Έφη κούνησε το κεφάλι και πήγε να μιλήσει αλλά η Σοφία τη σταμάτησε κλείνοντας της το στόμα με το χέρι). Εγώ κι ο Παύλος το αποδεχθήκαμε και πήραμε κάποιες αποφάσεις για το καλό των παιδιών μας. Δεν έχω ζωή πάνω από τρεις μήνες, σταμάτησα τις χημοθεραπείες γιατί δεν έχω άλλες αντοχές πλέον.
Η Έφη της έσπρωξε το χέρι δεν άντεξε:
-Αυτό ήταν λοιπόν καταθέτεις τα όπλα; Σε είχα για θαρραλέα ξέρεις;
-Έφη μου υποσχέθηκες ότι δε θα με διακόψεις. (Σταμάτησε και κοίταξε αλλού). Ο Παύλος κι εγώ θέλουμε να περάσουμε το φετινό καλοκαίρι μαζί σου, κλείσαμε να πάμε 2 μήνες στη Σύρο στο αγαπημένο σου νησί εκεί που είχες γνωρίσει το Μιχάλη. Και τώρα το πιο δύσκολο, θέλω να αφήσω την οικογένεια μου σε σένα και τον άνδρα μου και τα παιδιά μου γιατί ξέρω ότι μαζί σου θα είναι όλοι χαρούμενοι όπως κι εσύ μαζί τους. Αυτό το καλοκαίρι θα είναι καθοριστικό για όλους μας. Όπως επίσης ξέρω ότι έχεις αισθήματα για τον Παύλο κι ας τα κρύβεις τόσα χρόνια μέσα σου, δεν σε παρεξηγώ είναι απίστευτος άνθρωπος. Θέλω να καθίσεις εδώ μόνη σου να σκεφτείς όσο θέλεις και να μας απαντήσεις όταν θα είσαι έτοιμη, εγώ θα γυρίσω σπίτι. Σηκώθηκε και ανηφόρησε προς το σπίτι.
Η Έφη έμεινε εκεί σα "χαμένη στο διάστημα", τι είναι τώρα αυτό;(Αναρωτιόταν) . Που θέλει να με πάει η μοίρα μου; Κάποτε είχα ονειρευτεί τον εαυτό μου παντρεμένη με τον Παύλο, αλλά η Σοφία τον αγάπησε τρελά το ίδιο κι εκείνος, οπότε αυτή η εικόνα από τα όνειρα μου, διαγράφηκε. Άρχισε να σκέφτεται φωναχτά, η φωνή της ακουγόταν σαν αντίλαλος τργύρω. Μα τι κάθομαι και σκέφτομαι, τι λέω;
Είναι δυνατον να πεθάνει η αδερφή μου;Και γιατί με βάζει στη θέση της; Τι θέλει να πετύχει; Ένιωθε το κεφάλι της να γυρίζει και τα αυτιά της να βουϊζουν. Πολλές οι σκέψεις και τα ερωτηματικά στο μυαλό της. Τι έγινε τώρα; (σκέφτηκε). Είναι δυνατόν ν' αποφασίσω κάτι τέτοιο; Πως θα γίνει αυτό δηλαδή, να θάψω την αδερφή μου και να πάρω τη θέση της; (Μόνο με τη σκέψη μούδιασε σύγκορμη). Είναι δυνατόν; Μάλλον την επηρέασαν οι πολλές κοινωνικές ταινίες που έβλεπε ή απλώς της σάλεψε από την αρρώστεια. Κι εγώ πως θα επιζήσω από μια κοινωνία που σχολιάζει τα πάντα; Ξέρω από τώρα τι θα πουν για το άτομο μου. Τι δασκάλα είναι αυτή; Τι αδερφή; Και τι δεν κατάλαβα, ναι συμπαθώ τον γαμπρό μου και αρχικά όταν το γνώρισα μου είχε αρέσει πολύ, αλλά ως εκεί. Άραγε συμφωνεί μ' αυτό ο Παύλος και τα παιδιά ,τι θα πω στα παιδιά αλήθεια; Χριστέ μου γιατί; Μη μου την πάρεις σε παρακαλώ. Τελείωσε δεν μπορώ να δεχτώ κάτι τέτοιο που θα επηρέαζε τις ζωές όλων. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν βήματα πάνω στα ξερόκλαδα, ήταν ο Παύλος.
-Τι έγινε Έφη είσαι καλά;
-Καλά είμαι ακόμη, εσύ γνωρίζεις αυτό που μου ζήτησε η αδερφή μου;
-Ναι το ξέρω.
--Και το λες έτσι απλά;
-Και τι θες να κάνω Έφη, χάνω τον άνθρωπο μου, το καταλαβαίνεις; (Της έπιασε τα χέρια και την ταρακούνησε).
-Κι εγώ την αδερφή μου αν το πας έτσι.
-Δυστυχώς δεν μπορεί να με καταλάβει κανείς ούτε εσύ.
-Καταλαβαίνω μια χαρά, δεν είμαι χαζή, αλλά αυτό που ζητάει είναι τρελό, ούτε εσένα σκέφτηκε, ούτε εμένα ,ούτε τα παιδιά.
-Έφη πεθαίνει. (Άρχισε να κλαίει με λυγμούς).
-Μα δοκιμάσατε τα πάντα;
-Εσύ τι λες, να την αφήσω να μου φύγει έτσι;
-Δεν ξέρω όλο αυτό μου φαίνεται τρελό, με τρομάζει.
-Ο θάνατος δε σε τρομάζει;
-Ελπίζω Παύλο, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
-Κι εγώ αυτό θέλω να της δώσω΄ελπίδα , χαρά από δω και πέρα γιατί κουράστηκε πάρα πολύ με όλες αυτές τις θεραπείες. Θέλω να κάνουμε μια συμφωνία .
-Τι συμφωνία πάλι;
-Θέλω να δεχτείς την πρόταση της προσωρινά, μέχρι να δούμε πως θα εξελιχτούν τα πράγματα. Δεν ξέρω πως το σκέφτηκες όλο αυτό, αλλά εγώ δεν είχα σκοπό να σε υποχρεώσω να γίνεις κανονική γυναίκα μου, δεν θα σε ήθελα στο κρεβάτι μου για να στο πω πιο ωμά και για τα παιδιά θα έπαιρνα κάποια γυναίκα να σε βοηθά.
Η Έφη ακούγοντας τα λόγια του ένιωσε να κοκκινίζει και να ντρέπεται.
-Εντάξει ας γίνει αυτό που θέλετε . Είπα και έφυγα για το σπίτι γρήγορα πριν καταλάβει την ντροπή και την αμηχανία μου.
Η Σοφία είχε σερβίρει στα πιτσιρίκια της από τη λαχταριστή τυρόπιτα της μαμάς, που μόλις είχε βγάλει από το φούρνο. Το σπίτι είχε ζωντανέψει από τις παιδικές χαρούμενες φωνούλες, ήταν τόσο δυνατές που έμοιαζαν με «ξωτικά που φώναζαν να διώξουν το κακό» .
-Θεία μου, έλα, έλα κάτσε μαζί μας να φάμε την πεντανόστιμη, στριφογυριστή σα σαλιγκάρι πίτα της γιαγιάς (η μικρή από ενός έτους έλεγε τις πιο δύσκολες λέξεις, ήταν ένα παιχνίδι που τους έμαθα και γελούσαμε πολύ με το πώς τις έλεγε). Α σου έχουμε και ευχάριστα νέα.
-Αλήθεια; Τι νέα;
-Η μαμά θα φύγει λίγο καιρό, θα γίνει πουλάκι στον ουρανό και θα μείνουμε μαζί σου κι εμείς κι ο μπαμπάς. Αλλά μάλλον εσύ θα έρθεις να μείνεις μαζί μας, γιατί εμείς έχουμε πάρα πολλά πράγματα.
-Ναι γιούπιιι! Και η μαμά θα πετάει σαν πουλάκι και θα μας βλέπει. ( είπε η άλλη δίδυμη)
-Α ξεχάσαμε να σου πούμε το κυριότερο και το καλύτερο. Θα πάμε διακοπές στη Σύρο, σε μια βδομάδα, για πολύ καιρό και θα έρθεις κι εσύ μαζί μας, σου κλείσαμε δωμάτιο (είπε η άλλη).
-Τέλεια! Πάτε τώρα να πλυθείτε και να ξαπλώσετε.
-Θεία σε παρακαλούμε ας μη κοιμηθούμε, θέλουμε να μας βάλεις να δούμε ταινία.
-Ωραία αρκεί να είστε ήσυχες.
Το βλέμμα πήγε αυτόματα στην αδερφή μου, που άρχισε να δακρύζει. Πήρε τ’ αγόρια ( τα οποία ήταν απασχολημένα με τα αυτοκινητάκια τους και δε έδωσαν καμία σημασία στην κουβέντα) να τα πλύνει.