Αγώνας :φωτιά & νερό, νικητής η φωτιά!
-Πέτρο γρήγορα, βλέπω καπνό (τρέχω πανικόβλητη να φωνάξω τον άντρα μου, γλιστράω στη σκάλα μου φεύγει η παντόφλα, γυρνάω το κεφάλι μου και βλέπω φλόγες να με περιτριγυρίζουν), φωτιάαααααααα!
-Πιάσε το λάστιχο φώναζε ο Πέτρος.
-Πέτρο έχει παντού.
-Βρέξε το σώμα σου και τρέχα προς τη θάλασσα, γρήγοραααααααααααα!
Τρέχαμε ξυπόλητοι, τα πόδια μας μάτωσαν, οι ανάσες μας έτοιμες να σταματήσουν, δίπλα μας τρέχαν κι άλλοι με μαυρισμένα πρόσωπα, φωνές, ουρλιαχτά, μια γριούλα πεσμένη στα γόνατα προσευχόταν με τα μάτια κλειστά, την πήραμε μαζί μας με το ζόρι.
Επιτέλους φτάσαμε θάλασσα,αλλά οι φλόγες δε σταματούσαν μας κυνηγούσαν αστάμάτητα.
Η αγωνία μου κορυφώθηκε όταν άκουσα ότι κινδύνευαν τα παιδιά μου στην κατασκήνωση, δεν ήξερα τι να κάνω από που να φύγω ,ποιόν να ρωτήσω, έκλαιγα ασταμάτητα με μαύρα δάκρυα, ο Πέτρος προσπαθούσε να με καθησυχάσει, παρόλη την αγωνία που είχε στην ψυχή του και δεν την άφηνε να ξεγλιστρήσει.
Το κλάμα μου σταμάτησε απότομα από το σοκ όταν περπάτησα λίγο πιο κάτω και είδα δυο καμμένα κορμιά, η μυρωδιά γύρω μου αποπνικτική, απαίσια, οι εικόνες σα ταινία τρόμου στο αποκορύφωμα της.
Μετά από ώρες βασανιστικά ατελείωτες, ένας πυροσβέστης φώναζε και ρωτούσε ποιοι γονείς είχαν παιδιά στην κατασκήνωση, τρέξαμε όλοι κοντά του (ξαφνικά διαπίστωσα πως είμασταν πολλοί)
-Μην ανησυχείτε τα παιδιά σας είναι όλα καλά και είναι ασφαλή σε ξενοδοχείο (είπε ο πυροσβέστης).
Τι όμορφα λόγια, άρχισα να γελάω και να κλαιω μαζί ,το ίδιο κι ο Πέτρος, λαχταρούσαμε να βρεθούμε δίπλα τους όσο πιο γρήγορα γινόταν. Προχωρήσαμε λίγο προς το σπίτι μας, αλλά γρήγορα το μετανιώσαμε, η κυρία Σοφία η γειτόνισσα μας έκλαιγε και χτυπιόταν δίπλα στο παληκάρι της που είχε καεί, είχε πάρει φωτιά το δοκάρι και τον πλάκωσε. Το σπίτι μας κατάμαυρο και τα υπάρχοντα μας στάχτες, είμασταν όμως τυχεροί δεν θρηνίσαμε κανέναν κι αυτό θα μας δώσει δύναμη να ξαναγεννηθούμε από τις στάχτες μας..................