Σε μια μεγάλη πόλη της Ελλάδας ζούσε μαζί με τους γονείς της η γκρινιάρα η Βαρβάρα. Εδώ και τέσσερα χρόνια κάθε Πάσχα τη Μ. Πέμπτη την επισκέπτονταν η νονά της από το εξωτερικό γεμάτη δώρα (λαμπάδα, παπούτσια, ρούχα και παιχνίδια). Η Βαρβάρα είχε κακομάθει και κάθε φορά μόλις έπαιρνε τα δώρα της έκλαιγε και ζητούσε κι άλλα και η καημένη η νονά της έφευγε στεναχωρημένη.
Εκτός από τη νονά όμως στεναχωριόταν και η μαμά με τη συμπεριφορά της κόρης της. Την μάλωνε, αλλά αυτή εκεί, γκρίνια και πάλι γκρίνια. Σκέφτηκε πολύ σοβαρά η μαμά και πήρε μια απόφαση. Το επόμενο Πάσχα τηλεφώνησε από νωρίς στη νονά και της είπε:
-Έλα κουμπάρα μου τι κάνεις, πως είσαι;
-Ετοιμάζω τα δώρα και τη λαμπάδα για τη Βαρβάρα μου. Τι συμβαίνει, είναι καλά; ( Ρώτησε γεμάτη ανησυχία).
-Ναι κουμπάρα μην ανησυχείς, απλά σκέφτηκα κάτι που θέλω να κάνουμε φέτος και πήρα να μου πεις τη γνώμη σου.
-Τι είναι πες μου.
-Να δεν αντέχω άλλο με τη συμπεριφορά της Βαρβάρας, θέλω να μάθει να εκτιμάει τα δώρα σου και να μάθει να σ’ αγαπά. Αποφάσισα να σου προτείνω να μην έρθεις φέτος να της φέρεις δώρα.
-Τι λες βρε κουμπάρα , θα αφήσω το παιδί χωρίς λαμπάδα πασχαλιάτικα;
-Αν νιώθεις άσχημα στείλε τα ταχυδρομικώς και θα δω εγώ τι θα κάνω.
-Είσαι σίγουρη; Να μη πληγωθεί το παιδί.
-Μην ανησυχείς, πρέπει να μάθει να περιμένει τη νονά της και όχι τα δώρα της. Θα βάλω στο κόλπο και τη νονά του Σωτηράκη του φίλου της.
-Πρόσεχε κουμπάρα μη στεναχωρήσεις τη βαφτισιμιά μου.
Πέρασαν οι μέρες και έφτασε η Μ. Πέμπτη. Η Βαρβάρα από το πρωί άρχισε την γκρίνια:
-Που είναι επιτέλους η νονά μου καλέ μαμά; Πότε θα μου φέρει τα δώρα μου και τη λαμπάδα μου;
-Δεν ξέρω παιδί μου, μπορεί κάτι να της έτυχε.
-Πάρε την τηλέφωνο (έκλαιγε και χτυπιόταν).
-Την πήρα αλλά δεν απαντά.
-Και τι θα γίνει τώρα, εγώ δε θα έχω λαμπάδα; (Άρχισε να τσιρίζει και να φωνάζει).
Τις φωνές της διέκοψε το κουδούνι. Σταμάτησε γρήγορα τα κλάματα και έτρεξε να ανοίξει την πόρτα με την ελπίδα πως ήταν η νονά της, αλλά ήταν ο Σωτηράκης ο φίλος της με τη νονά του και τα δώρα του:
-Γεια σου Βαρβάρα, κοίτα τι ωραία λαμπάδα και δώρα μου έφερε η νονά μου. Τα δικά σου που είναι;
-Άσε με, δεν ήρθε ακόμη η νονά μου.
-Αλήθεια λες και τι θα κάνεις δε θα έχεις λαμπάδα;
-Δεν ξέρω. ( Κι άρχισε να κλαίει).
-Έλα μη κλαις, θα σου δώσω εγώ τη δική μου.
-Αυτό δε γίνεται γιατί τότε δε θα έχεις εσύ.
-Δεν με πειράζει γιατί θα είναι στην Ανάσταση μαζί μου η νονά μου και θα κοιμηθούμε αγκαλίτσα το βράδυ και θα μου πεί όμορφα παραμύθια.
-Λέει ωραία παραμύθια;
-Ναι όλες οι νονές λένε. Η δικιά σου δε λέει;
-Δεν ξέρω.
-Εγώ την περιμένω κάθε Πάσχα για να μου πει κι ένα καινούργιο παραμύθι. Την αγαπώ πολύ πολύ. Εσύ;
-Κι εγώ την αγαπώ (απάντησε νευριασμένη στραβομουτσουνιάζοντας ).
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε πάλι το κουδούνι και η μαμά της Βαρβάρας πήγε ν’ ανοίξει. Ξαφνιάστηκε όταν είδε την κουμπάρα της έξω από την πόρτα:
-Κουμπάρα τι κάνεις εδώ; Ξέχασες τι είπαμε;
-Συγνώμη κουμπάρα αλλά δεν άντεξα.
Όταν είδε η Βαρβάρα τη νονά της, έτρεξε γρήγορα στην αγκαλιά της χαρούμενη.
-Αγάπη μου τι κάνεις; Έλα να δεις τι σου ‘φερα (πήρε τις σακούλες με τα δώρα).
-Άστα αυτά τώρα νονά και πες μου, ξέρεις να λες παραμύθια;
-Και βέβαια ξέρω και ελληνικά και ξένα.
-Ωραία θέλεις να μείνεις μαζί μου το βράδυ να μου τα πεις;
-Και βέβαια αγάπη μου, θα σου τα πω όλα.
Έτρεξε στο Σωτηράκη και του είπε όλο καμάρι:
-Σωτηράκη η δικιά μου η νονά ξέρει και ελληνικά και ξένα παραμύθια και θα μου τα πει όλα το βράδυ.
Όλοι ήταν χαμογελαστοί και χαρούμενοι. Η Βαρβάρα από εκείνο το Πάσχα σταμάτησε να είναι γκρινιάρα και έγιναν με την νονά της αχώριστες!