ΤΑ ΑΟΡΑΤΑ ΜΥΡΜΗΓΚΑΚΙΑ
Ήταν κάποτε ένα κοριτσάκι που το λέγανε Τιτίκα και έμενε σε μια μεγάλη πολυκατοικία στην πόλη μαζί με την μαμά της την μαντάμ Ζιζί και τον μπαμπά της τον κύριο Ζουζούνα.
Η μικρή Τιτίκα έτρωγε πολύ αργά το φαγητό της και το πρωινό και το μεσημεριανό και το βραδινό. Η μαντάμ Ζιζί είχε κουραστεί πολύ με αυτή την κατάσταση, το πρωί έφταναν αργοπορημένες στο σχολείο της Τιτίκας και αργούσε κι η ίδια στη δουλειά της. Το μεσημέρι ήταν δυο ώρες καθισμένοι στο τραπέζι, το ίδιο και το βράδυ. Οι γονείς της ήταν συνεχώς εκνευρισμένοι και κουρασμένοι με όλη αυτή την κατάσταση. Τότε η μαμά της σκέφτηκε να της πει την ιστορία για «τα αόρατα μυρμηγκάκια»:
«Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα σπιτάκι που ζούσε ένα μικρό κοριτσάκι, ζούσαν εκεί και τα αόρατα μυρμηγκάκια, δεν τα είχε δει κανείς επειδή ήταν αόρατα. Κάθε φορά που καθόταν το κοριτσάκι για φαγητό, έβγαιναν από τη φωλιά τους κι αν αργούσε το κοριτσάκι να φάει το φαγητό του, το έτρωγαν εκείνα. Η μαμά του κοριτσιού ήταν πολύ χαρούμενη που τελείωνε τόσο γρήγορα το φαγητό της, όμως έτσι η μικρή δεν προλάβαινε να φάει τίποτα και έμενε νηστική. Άρχισε σιγά σιγά να τρώει όλο και πιο γρήγορα το φαγητό της για να χορταίνει και τα αόρατα μυρμηγκάκια εξαφανίστηκαν από το σπίτι τους και πήγαν σε άλλο σπίτι και σε ένα άλλο παιδάκι που έτρωγε πολύ αργά το φαγητό του».
Η Τιτίκα ακούγοντας την ιστορία ρώτησε αμέσως τη μαμά της:
-Μαμά μήπως έρθουν στο δικό μας σπίτι;
-Σίγουρα γιατί εσύ τρως με τις ώρες.
-Αχ όχι καλέ μαμά , δεν θα αργώ άλλο.
Έτσι και έγινε η Τιτίκα έτρωγε όλο το φαγητό της πολύ πιο γρήγορα και τα προλάβαιναν όλα. Ήταν όλοι ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.