ΜΙΑ ΖΩΗ, ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ ΚΕΦ.7
2016-03-16 12:57
Έξω από το αρχοντικό η Αγνή έμεινε άγαλμα:
-Καλέ μπαμπά αυτό δεν είναι σπίτι είναι ανάκτορο.
Χτύπησαν το κουδούνι και τους άνοιξε η Ανέτα.
-Κύριε Κώστα εσείς;
-Γεια σας , είναι μέσα η μητέρα μου;
-Ναι βέβαια περάστε. Η οικογένεια;
Ο Κώστας έκανε τις συστάσεις. Η Ανέτα έκανε χειραψία με την Ελένη και όταν είδε την Αγνή χλόμιασε και με τρεμάμενη φωνή ρώτησε:
-Αγνή σε λένε ;Πόσο χρονών είσαι;
-Ναι. Δεκάξι.
Ο Κώστας την είδε που χλόμιασε και τη ρώτησε τι έπαθε. Εκείνη είπε βιαστικά.
-Τίποτα, τίποτα περάστε συγνώμη.
Η Μαρία αντικρίζοντας τους δάκρυσε. Αγκάλιασε το γιο της και τη νύφη της και μόλις είδε την Αγνή είπε: «Αυτή είναι η εγγόνα μου». Την αγκάλιασε σφιχτά. Κάθισαν όλοι μαζί φάγανε και μιλήσανε με τις ώρες. Η Μαρία που συνήθως κοιμόταν νωρίς, γύρω στις εννέα, είχε πάει έντεκα κι εκείνη δε νύσταζε καθόλου. Η Ανέτα πάλι δεν έλεγε να πάρει τα μάτια της από την Αγνή. Συλλογιζόταν από μέσα της: «Χριστέ μου και κοκκινομάλλα και πράσινα μάτια και Αγνή, δε μπορεί δεν είναι δυνατόν». Το συλλογισμό διέκοψε η ερώτηση της Μαρίας στο γιο της.
-Γιε μου αυτό το κορίτσι σε ποιον έμοιασε;
Η Ελένη πήρε την πρωτοβουλία και απάντησε: «Τη μητέρα μου είναι ίδια. Δεν πάμε τώρα για ύπνο πέρασε η ώρα». Η κουβέντα σταμάτησε εκεί και πήγαν όλοι για ύπνο. Το πρωί ξύπνησαν κι ο Κώστας πήγε στο μηχανικό να πάρει το αυτοκίνητο. Όταν έφτασε στο συνεργείο, ήταν ένας κύριος που κάτι του θύμιζε. Αφού τον καλημέρισε, εκείνος κοιτάζοντας τον καλά του είπε:
-Κώστα εσύ είσαι ; Ο Λυμπερίδης;
-Ναι εσύ ποιος είσαι;
-Ο Φώτης ο φίλος και συμμαθητής σου.
Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Με το Φώτη πήγαιναν σχολείο μαζί αλλά κι οι δυο δεν διάβαζαν καθόλου, γι’ αυτό και σταμάτησαν. Ο Κώστας θυμήθηκε την αντίδραση των πατεράδων τους όταν τους ανακοίνωσαν ότι δεν θα ξαναπήγαιναν σχολείο. Ο πατέρας του τον είχε γδάρει στο ξύλο ενώ ο πατέρας του Φώτη είχε πει απλά:«Ε αφού δεν τα παίρνεις τα γράμματα μη πας, κάνε αυτό που σ’ αρέσει.». Βοήθησε και στήριξε πολύ το γιο του. Τώρα ο Φώτης είχε το δικό του συνεργείο αυτοκινήτων στην Κόρινθο. Μίλησαν αρκετή ώρα , γέλασαν, είπαν για τα παιδιά τους. Ο Φώτης είχε τρία παιδιά δυο γιους και μια κόρη. Ο μεγάλος είχε γίνει γιατρός, παντρεύτηκε και είχε ένα αγοράκι. Νέος παππούς ο Φώτης. Ο δεύτερος γιος του δούλευε μαζί του, ήταν το παλληκάρι που τους μετέφερε στην Κόρινθο και η κόρη του το στερνοπούλι του που έλεγε πήγαινε στο γυμνάσιο. Μίλησε κι ο Κώστας για τα παιδιά του κι όταν αναφέρθηκε στην Αγνή ο Φώτης του είπε: «Α έτσι εξηγείται του δικού μου του γυάλισε η κόρη σου».
Μετά από ώρα ο Κώστας πήρε τ’ αυτοκίνητο χαιρέτησε το φίλο του, δίνοντας υπόσχεση κι οι δυο τους ότι θ’ανταμώσουν σύντομα. Ο Κώστας πήγε πήρε τη γυναίκα του και την κόρη του από το αρχοντικό και γύρισαν στη Ζάκυνθο.